- παχυ-
- ΝΜΑα' συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β' συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ-αιμος, παχύδερμος, παχύ-ρρευστος, παχύ-σαρκος, παχύ-σωμος)β) «πυκνός» (πρβλ. παχύ-δενδρος, παχυ-μερής, παχύ-σκιος, παχύ-τριχος)γ) «νωθρός, βραδύνους, αδιάφορος» (πρβλ. παχύδερμος, παχυ-κάρδιος, παχύνους, παχύ-φρων). Τέλος, το παχύ- απαντά ως α' συνθετικό και σε ορισμένους επιστημ. όρους που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (πρβλ. παχυ-αιμία < pachy-aemia, παχύ-γραψος < pachy-grapsus, παχύ-ρριζος < pachy-rhizus.)ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό παχυ-) παχυδάχτυλος, παχύδερμος, παχύνους, παχύπους, παχυρριζος, παχύσαρκος, παχύστομος, παχυτράχηλος, παχύφλοιος, παχύφρων, παχύχειλοςαρχ.παχύαιμος, παχυβλεφαρία, παχύδενδρος, παχύθριξ, παχυκάλαμος, παχυκάρδιος, παχύκαυλος, παχύκνημος, παχυνευρώ, παχύρραβδος, παχύρριν, παχύρρυγχος, παχυσκελής, παχύσπερμος, παχύσχοινος, παχύτριχος, παχύφωνος, παχυχειλής, παχύχυμοςαρχ.-μσν.παχυμερήςμσν.παχυβάτωρ, παχυμουλαράτος, παχυνέφελος, παχύρρινοςμσν.- νεοελλ.παχύφυλοςνεοελλ.παχύγραψος, παχυκέφαλη, παχυκεφαλία, παχύμετρο, παχυμηνιγγίτιδα, παχύμυρο, παχύρρευστος, παχύσκιος, παχύσωμος, παχυταινία, παχύτυλος.
Dictionary of Greek. 2013.